ἀγλαός

ἀγλαός
ἀγλᾰός (ἀγλαός, -όν; -οί, -ῶν: -ά, -ᾶς, -άν; -αί, -αῖς, -αῖσι: -όν acc. -ῷ; -ῶν, -οῖς.)
a of persons, famous, distinguished

εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

ἀγλαός τ' Ποσειδὰν I. 8.27

b of objects, events, splendid

ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι O. 1.91

ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73

ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν O. 8.11

οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί P. 4.82

ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων (byz.: ἀγαθῶν, ἀγαυῶν codd.) P. 5.52

τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ καὶ σεμνὸν ἀγλααῖσι μερίμναις Πυθίου Θεάριον N. 3.69

Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας N. 11.4

ἀγλααὶ νῖκαι N. 11.20

μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων I. 1.64

πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον I. 8.2

θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

ἀγλαάν τἐς αὐλὰν Pae. 7.3

ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες Pae. 12.15

ἀγ]λαὸς ἃς ἀνἑρκε[ Pae. 12.20

χερσίν τἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ' ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. . ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.). fr. 220. 2. ]σ' ἀγλαὸν μέλος[ ?fr. 333a. 13. τερφθὲν ἱαροῖς[ ]αματ' ἀγλαοῖς ?fr. 338. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγλαός — splendid masc nom sg ἀγλαός splendid masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαά — ἀγλαός splendid neut nom/voc/acc pl ἀγλαά̱ , ἀγλαός splendid fem nom/voc/acc dual ἀγλαά̱ , ἀγλαός splendid fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγλαός splendid neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαόν — ἀγλαός splendid masc acc sg ἀγλαός splendid neut nom/voc/acc sg ἀγλαός splendid masc/fem acc sg ἀγλαός splendid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαῶν — ἀγλαός splendid fem gen pl ἀγλαός splendid masc/neut gen pl ἀγλαός splendid masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοῖς — ἀγλαός splendid masc/neut dat pl ἀγλαός splendid masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοί — ἀγλαός splendid masc nom/voc pl ἀγλαός splendid masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοῦ — ἀγλαός splendid masc/neut gen sg ἀγλαός splendid masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαούς — ἀγλαός splendid masc acc pl ἀγλαός splendid masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαέ — ἀγλαός splendid masc voc sg ἀγλαός splendid masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”